Διαβάστε περισσότερα
«Η ευτυχία του να δαπανάσαι»
Τι να σημαίνει άραγε σήμερα η επέτειος του Πολυτεχνείου; Πώς προσλαμβάνεται ως πολιτικό ενέργημα σε μια εποχή όπου ο ανορθολογισμός έχει γίνει καταστατικό στοιχείο της πολιτικής; Ποιο εκτόπισμα μπορεί να έχει στο συλλογικό φαντασιακό του Έλληνα σήμερα ένα σύμβολο συνυφασμένο με τις έννοιες της ελευθερίας και της αντίστασης στον φασισμό; Και, κυρίως, ποιο είναι το γνωσιακό αντίκρισμα της εξέγερσης εναντίον της Χούντας των Συνταγματαρχών για τους νέους ανθρώπους, καθώς αυτή η εξέγερση ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ακαδημαϊκές ελευθερίες και την τριτοβάθμια εκπαίδευση;
Ενηλικιωμένη μέσα στη δικτατορία και κατά πολύ απαλλαγμένη από το τραύμα του παρελθόντος η λεγόμενη «Γενιά του Πολυτεχνείου» επιχείρησε μια εξέγερση της οποίας η εμβέλεια ξεπερνούσε την αντίδραση στο καθεστώς για να αγκαλιάσει τα συντηρητικά ήθη της ελληνικής κοινωνίας. Ό,τι είχε προηγηθεί μέσα στη «μακρά δεκαετία του ’60», η αμφισβήτηση της καθεστηκυίας τάξης, είχε προετοιμάσει το έδαφος αυτής της συλλογικότητας. Ό,τι έμεινε ως κληρονομιά είναι η κουλτούρα της διαμαρτυρίας, η οποία, όμως, έχασε πια τη δυναμική που είχε για χρόνια, όσο το μοντέλο του Πολυτεχνείου ήταν ακόμη ζωντανό. Στις μέρες μας η παθητική ανοχή όπου έχουν οδηγήσει η κρίση, η ανέχεια, ο φόβος, το άγχος της επόμενης μέρας και η αβεβαιότητα καταπιέζουν το άτομο με αποτέλεσμα η κοινωνική διαμαρτυρία να περιορίζεται σε μεμονωμένες εκδηλώσεις ή σε καυστικά σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Πώς θα ανακτήσουμε άραγε τον δυναμισμό εκείνης της τελευταίας συλλογικής χειρονομίας στη νεότερη ελληνική ιστορία; Πώς θα βγούμε από την πολιτική αποχαύνωση όπου οδήγησε η έλλειψη εμπιστοσύνης σε κάθε εξαγγελία ελπίδας και βελτίωσης της καθημερινότητας; Πώς θα αναστρέψουμε το κλίμα ανοχής, αδιαφορίας και ιδιώτευσης; Στην εποχή μας, όπου η ελευθερία μας υποθηκεύεται όλο και περισσότερο από τα πολιτικά συστήματα που αδυνατούν να επιλύσουν βασικά προβλήματα του μέσου πολίτη και που η αναξιοπιστία έχει γίνει κανόνας, ας μην αφήσουμε την επέτειο του Πολυτεχνείου να μείνει νεκρό γράμμα. Ας αναστοχαστούμε πώς θα βγούμε από την παθητικότητα όπου μας ρίχνει η άκριτη παράδοση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και με ποιους τρόπους μπορεί η πολιτική εξουσία να επανακτηθεί από το κοινωνικό σύνολο. Ο μετασχηματισμός της κοινωνίας στη βάση της ελευθερίας και της πραγματικής δημοκρατίας μπορεί να επιτευχθεί αν ο καθένας συνειδητοποιήσει ότι έχει μερτικό ευθύνης. Στη βάση κάθε προγράμματος, ατομικού ή συλλογικού, είναι απαραίτητο να τεθούν τα θεμελιώδη περιεχόμενα της ύπαρξης σε πείσμα της μονοκρατορίας του χρήματος και της κατανάλωσης: η φύση, η παράδοση, η τέχνη, η επιστήμη, η κουλτούρα.
Οι κοινωνιολόγοι επισημαίνουν ότι το μεγαλύτερο υπαρξιακό άγχος του μετανεωτερικού ανθρώπου δεν είναι ο φόβος του θανάτου, αλλά η αναζήτηση νοήματος και καταξίωσης. Αυτό το νόημα ας προσπαθήσει ο καθένας να βρει κάνοντας πράξη την «ηρωική αντίληψη ζωής», που οραματίστηκε ο αλησμόνητος Ιωάννης Συκουτρής: αυτή που υιοθετεί ο άνθρωπος «που είναι υπερήφανος αλλά όχι εγωιστής. Που σπαταλά τον εαυτό του. Που ευτυχία του είναι να δαπανά ή ακριβέστερα ακόμη: να δαπανάται».
Ο Πρύτανης
Χ. Ι. Μπούρας
«Η ευτυχία του να δαπανάσαι»
Τι να σημαίνει άραγε σήμερα η επέτειος του Πολυτεχνείου; Πώς προσλαμβάνεται ως πολιτικό ενέργημα σε μια εποχή όπου ο ανορθολογισμός έχει γίνει καταστατικό στοιχείο της πολιτικής; Ποιο εκτόπισμα μπορεί να έχει στο συλλογικό φαντασιακό του Έλληνα σήμερα ένα σύμβολο συνυφασμένο με τις έννοιες της ελευθερίας και της αντίστασης στον φασισμό; Και, κυρίως, ποιο είναι το γνωσιακό αντίκρισμα της εξέγερσης εναντίον της Χούντας των Συνταγματαρχών για τους νέους ανθρώπους, καθώς αυτή η εξέγερση ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ακαδημαϊκές ελευθερίες και την τριτοβάθμια εκπαίδευση;
Ενηλικιωμένη μέσα στη δικτατορία και κατά πολύ απαλλαγμένη από το τραύμα του παρελθόντος η λεγόμενη «Γενιά του Πολυτεχνείου» επιχείρησε μια εξέγερση της οποίας η εμβέλεια ξεπερνούσε την αντίδραση στο καθεστώς για να αγκαλιάσει τα συντηρητικά ήθη της ελληνικής κοινωνίας. Ό,τι είχε προηγηθεί μέσα στη «μακρά δεκαετία του ’60», η αμφισβήτηση της καθεστηκυίας τάξης, είχε προετοιμάσει το έδαφος αυτής της συλλογικότητας. Ό,τι έμεινε ως κληρονομιά είναι η κουλτούρα της διαμαρτυρίας, η οποία, όμως, έχασε πια τη δυναμική που είχε για χρόνια, όσο το μοντέλο του Πολυτεχνείου ήταν ακόμη ζωντανό. Στις μέρες μας η παθητική ανοχή όπου έχουν οδηγήσει η κρίση, η ανέχεια, ο φόβος, το άγχος της επόμενης μέρας και η αβεβαιότητα καταπιέζουν το άτομο με αποτέλεσμα η κοινωνική διαμαρτυρία να περιορίζεται σε μεμονωμένες εκδηλώσεις ή σε καυστικά σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Πώς θα ανακτήσουμε άραγε τον δυναμισμό εκείνης της τελευταίας συλλογικής χειρονομίας στη νεότερη ελληνική ιστορία; Πώς θα βγούμε από την πολιτική αποχαύνωση όπου οδήγησε η έλλειψη εμπιστοσύνης σε κάθε εξαγγελία ελπίδας και βελτίωσης της καθημερινότητας; Πώς θα αναστρέψουμε το κλίμα ανοχής, αδιαφορίας και ιδιώτευσης; Στην εποχή μας, όπου η ελευθερία μας υποθηκεύεται όλο και περισσότερο από τα πολιτικά συστήματα που αδυνατούν να επιλύσουν βασικά προβλήματα του μέσου πολίτη και που η αναξιοπιστία έχει γίνει κανόνας, ας μην αφήσουμε την επέτειο του Πολυτεχνείου να μείνει νεκρό γράμμα. Ας αναστοχαστούμε πώς θα βγούμε από την παθητικότητα όπου μας ρίχνει η άκριτη παράδοση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και με ποιους τρόπους μπορεί η πολιτική εξουσία να επανακτηθεί από το κοινωνικό σύνολο. Ο μετασχηματισμός της κοινωνίας στη βάση της ελευθερίας και της πραγματικής δημοκρατίας μπορεί να επιτευχθεί αν ο καθένας συνειδητοποιήσει ότι έχει μερτικό ευθύνης. Στη βάση κάθε προγράμματος, ατομικού ή συλλογικού, είναι απαραίτητο να τεθούν τα θεμελιώδη περιεχόμενα της ύπαρξης σε πείσμα της μονοκρατορίας του χρήματος και της κατανάλωσης: η φύση, η παράδοση, η τέχνη, η επιστήμη, η κουλτούρα.
Οι κοινωνιολόγοι επισημαίνουν ότι το μεγαλύτερο υπαρξιακό άγχος του μετανεωτερικού ανθρώπου δεν είναι ο φόβος του θανάτου, αλλά η αναζήτηση νοήματος και καταξίωσης. Αυτό το νόημα ας προσπαθήσει ο καθένας να βρει κάνοντας πράξη την «ηρωική αντίληψη ζωής», που οραματίστηκε ο αλησμόνητος Ιωάννης Συκουτρής: αυτή που υιοθετεί ο άνθρωπος «που είναι υπερήφανος αλλά όχι εγωιστής. Που σπαταλά τον εαυτό του. Που ευτυχία του είναι να δαπανά ή ακριβέστερα ακόμη: να δαπανάται».
Ο Πρύτανης
Χ. Ι. Μπούρας