Διαβάστε περισσότερα
Την πετυχαίνουμε στις επάλξεις. Πόσες ώρες την ημέρα ξοδεύει εκεί; Πρωί, μεσημέρι, απόγευμα. Παρά την κούραση, μιλάει ζωηρά και με κέφι, αλλά η κουβέντα μας θα την υποχρεώσει να στραφεί σ’ αυτά που μονότονα ακούγονται από όλο το φάσμα του δημόσιου τομέα. Ναι, υπάρχει πίεση. «Ελαττωνόμαστε, ειδικευόμενους δεν έχουμε, η δουλειά ανεβαίνει». Και όσοι απασχολούνται στο εργαστήριο έχουν σωρεύσει κόπωση μακρόχρονη.
Μαρία Μελαχροινού, καθηγήτρια Παθολογοανατομίας. Οχι, το θέμα μας δεν είναι η ανατομία. Θέμα μας είναι η ίδια και η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών: Οπως ακούστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Διονύση Μπονίκου για την ιστορία της Σχολής, η κυρία Μελαχροινού υπήρξε μία από τους πρώτους φοιτητές της σχολής, επιτυχούσα το έτος 1977, αποφοιτήσασα το 1983. Και υπηρετεί τον νοσοκομειακό χώρο από τότε παίρνοντας ειδικότητα από τον «Αγιο Ανδρέα». Το 1989 εντάχθηκε στο δυναμικό του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου. Το πρόλαβε σχεδόν του κουτιού: Το ίδρυμα είχε εγκαινιαστεί μόλις τον περασμένο χρόνο. Εμείς το θυμόμαστε γιαπί, της είπαμε, άντε για να πούμε ότι σε κάτι προηγηθήκαμε από τη γενιά της. Η ίδια θυμάται έναν αγώνα δρόμου για την ομάδα της, να καταλάβει έναν χώρο της προκοπής σε ένα κτίριο όπου όποιος έμπαινε πρώτος εξαπλωνόταν.
Επιστρέφουμε στον ενεστώτα χρόνο. Το σήμερα και την πίεσή του. Υπήρξαν πιο άνετες μέρες; «Οταν είμαστε περισσότεροι στο εργαστήριο». Οι νέοι πήραν ειδικότητα και έφυγαν, οι παλιοί αφυπηρέτησαν και όσοι έμειναν δεινοπαθούν. «Το ΕΣΥ προβλέπει πέντε θέσεις οργανικές, και τώρα έχουμε τρεις γιατρούς», λέει ενδεικτικά. «Γενικά είμαστε ριγμένο εργαστήριο» προσθέτει με πικρό χιούμορ. Ναι, είναι κοινή μοίρα όλων των τμημάτων στην υγεία αυτή, αλλά ειδικά στο εργαστήριό της υπάρχει ακόμα χειρωνακτική δουλειά, ενώ άλλα τμήματα έχουν αυτοματοποιηθεί.
Τη ρωτάμε πόση πρόοδος έχει υπάρξει στην ιατρική που ασκείται σήμερα σε σχέση με την επιστήμη που η ίδια είχε διδαχθεί. «Υπάρχει μεγάλη διαφορά, μεγάλη εξέλιξη. Και μόνο να δει κανείς τις εκθέσεις που δίναμε στους ασθενείς πριν δέκα χρόνια. Και δεν συζητώ για πριν το 2000. Για όσα βλέπεις και επεξεργάζεσαι και για τη θεραπεία που ακολουθεί». Μάλιστα το τμήμα θα μπορούσε να αναπτυχθεί περισσότερο, αλλά χρειάζεται χρηματοδότηση.
Οπως μας εξηγεί, ένα νοσοκομείο μπορεί να αναπτύσσεται σε κάποιους τομείς αιχμής, μεταμοσχεύσεις και ρομποτικές επεμβάσεις, για παράδειγμα, όμως θα πρέπει να έχει επαρκείς υποδομές για να υποστηριχθούν οι εξελιγμένες ιατρικές. Ολες οι μονάδες πρέπει να ενισχύονται, γιατί όλες είναι συνδεδεμένες με τις κλινικές.
Αυτό δεν το σέβονται όλοι, σχολιάζει. Πολλοί κοιτάνε μόνο το τμήμα τους και τα κρεβάτια τους, ενώ και οι διοικούντες σε πολλές περιπτώσεις απλά δέχονται καταγραφές από τα διάφορα τμήματα,- «αυτή είναι η άμυνά τους», λέει χαρακτηριστικά- χωρίς να γνωρίζουν τι διοικούν. Αναγνωρίζει πάντως καλή διάθεση και δεκτικότητα στον αν. διοικητή Δ. Μπάκο. Στον οποίο συνέστησε, με το θάρρος των δέκα χρόνων διαφοράς ηλικίας, να κυκλοφορεί στους χώρους του νοσοκομείου.
ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ
Ψηθήκαμε αρκετά στους ατμούς του παρόντος. Πάμε στο έτος 1977, όταν η Μαρία Μελαχροινού, ένα κορίτσι από τη Νέα Ιωνία Αθηνών, προσφυγικό προάστιο, κόρη ενός φιλότιμου λογιστή, απόφοιτος δημοσίου σχολείου, με κατοικία στη γειτονιά του Περισσού και των σημερινών γραφείων του ΚΚΕ, πετυχαίνει στη νεοσύστατη Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών. Και έρχεται να σπουδάσει σε μια Πάτρα πολύ διαφορετική από τη σημερινή, και να ζήσει μια φοιτητική ζωή πολύ διαφορετική σε σχέση με τη σημερινή, επίσης.
Πώς της φάνηκε η Πάτρα του 1977; Οπως θα φαινόταν σε ένα νέο άνθρωπο που μόλις ανοίγει τα φτερά του προς την περιοχή των ονείρων του. «Οταν είδα ότι πέρασα, ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου». Η οικογένεια ούτε που σκέφτηκε το κόστος των σπουδών σε μια άλλη πόλη. «Μου το πρόσφερε ο άνθρωπος απλόχερα» λέει για τον πατέρα της τρυφερά, με μια απόχρωση ευγνωμοσύνης στη φωνή. «Ηρθαμε εδώ μόνοι μας, μείναμε μόνοι μας, στηριχθήκαμε μόνοι μας», αφηγείται για τις πρώτες μέρες. «Δεν είχαμε άνθρωπο να μας τακτοποιεί και να μας φροντίζει. Και τα καταφέραμε».
Για τον φοιτητή της δεκαετίας του ’70, η επικοινωνία είναι πρωτόγονη, για τα σημερινά μέτρα. Δεν υπάρχει κινητό τηλέφωνο, φυσικά, αλλά δεν υπάρχει ούτε και αστικό. «Τηλεφωνούσαμε στους δικούς μας μέρα παρά μέρα για να αναφέρουμε πως είμαστε καλά, περιμένοντας στην ουρά, στο περίπτερο ή στον ΟΤΕ. Και η οδική σύνδεση με την Αθήνα, κρατούσε τρεισήμισι ώρες, με το υπεραστικό. «Κατεβαίναμε με τα τάπερ μας και συμπληρώναμε με κουπόνια, ένα υποτυπώδες βοήθημα. Αλλά τρώγαμε μια χαρά».
Από διασκέδαση; «Ξέραμε ότι έτσι και βγούμε έξω, θα βρεθούμε με τους γνωστούς. Διασκεδάζαμε σε κανένα σινεμά, στην Πιπία -στην Ομόνοια-, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα για να πάμε μακριά. Πηγαίναμε και στην ταβέρνα στο τέρμα της Αράτου – τον Αλέξη του Βλατερού, στην παλιά πόλη, σε διάφορα κουτούκια».
Από μπαρ; Χλομό. Ισα που άνοιξε τότε η «Τρελλή Ροδιά», αλλά η φοιτητοπαρέα εκείνης της εποχής δεν είχε εξοικείωση με σκληρά αλκοολούχα και τέτοιας μορφής διασκέδαση. Η νεολαία κατέφευγε στην πλατεία Ολγας, στην Τριών Ναυάρχων, στα σουβλατζίδικα της Ομόνοιας, στον Καραβίτη, στον Βοσινάκη, στους λουκουμάδες απέναντι στον Φάκαλο, στον Πελεκάνο και στα «Καλαμαράκια», που ήταν τότε το φυσικό όριο «του πολιτισμού» στην παραλιακή. Το Ρίο; Τραβηγμένο.
Αναμνήσεις από καθηγητές; Η ίδια δεν είχε έρθει κοντά σε κάποιον πριν το 5ο έτος, όπου η ομάδα της ήρθε σε επαφή με τους νεότερους διδάσκοντες, όπως ο Σταυρόπουλος και ο Τζωρακολευθεράκης. Αναγνωρίζει ότι ο Διονύσης Μπονίκος ήταν ένας πανεπιστημιακός που ξεχώριζε. «Πολλοί αγάπησαν και τον Γιάννη Βαράκη, που δεν είναι κοντά μας. Είχαμε ξεχωρίσει και τον κ. Βαγενάκη». Είχε συσταθεί και χορωδία φοιτητών. Και απόλαυσαν και εκδρομές στα τελευταία έτη.
Αραγε η σχολή την εκπαίδευσε επαρκώς; «Αυτό σκεφτόμουν. Δεν αισθάνθηκα ποτέ μειονεκτικά που δεν σπούδασα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Είμαστε καλοί φοιτητές, παρακολουθούσαμε. Δεν υπήρχαν βιβλία, κρατούσαμε πολύ καλές σημειώσεις. Δεν είχαμε κενά, διαβάζαμε αρκετά. Οχι πως δεν χαρήκαμε τη ζωή μας. Ολα πήγαν καλά».
Συμφοιτητές της που διέπρεψαν; Θυμάται αυθόρμητα τον Πολυμερόπουλο, που διακρίθηκε στην έρευνα στο εξωτερικό, και τον Πλατανιά, διευθυντής σε αιματολογικό- ογκολογικό τμήμα στο Σικάγο. Γενικά όλη η φουρνιά εξελίχθηκε. Η ίδια λέει ταπεινά πως δεν περίμενε ότι θα εξελισσόταν τόσο ώστε να γίνει καθηγήτρια πανεπιστημίου. «Βοηθούν και οι συγκυρίες τους ανθρώπους»
«Οι γονείς σας, σας καμάρωσαν»;
«Ναι, ναι. Ο μπαμπάς μου, έφυγε νωρίς, πριν 30 χρόνια. Είσαι το κεφάλαιό μας, μου έλεγε».
Την πετυχαίνουμε στις επάλξεις. Πόσες ώρες την ημέρα ξοδεύει εκεί; Πρωί, μεσημέρι, απόγευμα. Παρά την κούραση, μιλάει ζωηρά και με κέφι, αλλά η κουβέντα μας θα την υποχρεώσει να στραφεί σ’ αυτά που μονότονα ακούγονται από όλο το φάσμα του δημόσιου τομέα. Ναι, υπάρχει πίεση. «Ελαττωνόμαστε, ειδικευόμενους δεν έχουμε, η δουλειά ανεβαίνει». Και όσοι απασχολούνται στο εργαστήριο έχουν σωρεύσει κόπωση μακρόχρονη.
Μαρία Μελαχροινού, καθηγήτρια Παθολογοανατομίας. Οχι, το θέμα μας δεν είναι η ανατομία. Θέμα μας είναι η ίδια και η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών: Οπως ακούστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Διονύση Μπονίκου για την ιστορία της Σχολής, η κυρία Μελαχροινού υπήρξε μία από τους πρώτους φοιτητές της σχολής, επιτυχούσα το έτος 1977, αποφοιτήσασα το 1983. Και υπηρετεί τον νοσοκομειακό χώρο από τότε παίρνοντας ειδικότητα από τον «Αγιο Ανδρέα». Το 1989 εντάχθηκε στο δυναμικό του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου. Το πρόλαβε σχεδόν του κουτιού: Το ίδρυμα είχε εγκαινιαστεί μόλις τον περασμένο χρόνο. Εμείς το θυμόμαστε γιαπί, της είπαμε, άντε για να πούμε ότι σε κάτι προηγηθήκαμε από τη γενιά της. Η ίδια θυμάται έναν αγώνα δρόμου για την ομάδα της, να καταλάβει έναν χώρο της προκοπής σε ένα κτίριο όπου όποιος έμπαινε πρώτος εξαπλωνόταν.
Επιστρέφουμε στον ενεστώτα χρόνο. Το σήμερα και την πίεσή του. Υπήρξαν πιο άνετες μέρες; «Οταν είμαστε περισσότεροι στο εργαστήριο». Οι νέοι πήραν ειδικότητα και έφυγαν, οι παλιοί αφυπηρέτησαν και όσοι έμειναν δεινοπαθούν. «Το ΕΣΥ προβλέπει πέντε θέσεις οργανικές, και τώρα έχουμε τρεις γιατρούς», λέει ενδεικτικά. «Γενικά είμαστε ριγμένο εργαστήριο» προσθέτει με πικρό χιούμορ. Ναι, είναι κοινή μοίρα όλων των τμημάτων στην υγεία αυτή, αλλά ειδικά στο εργαστήριό της υπάρχει ακόμα χειρωνακτική δουλειά, ενώ άλλα τμήματα έχουν αυτοματοποιηθεί.
Τη ρωτάμε πόση πρόοδος έχει υπάρξει στην ιατρική που ασκείται σήμερα σε σχέση με την επιστήμη που η ίδια είχε διδαχθεί. «Υπάρχει μεγάλη διαφορά, μεγάλη εξέλιξη. Και μόνο να δει κανείς τις εκθέσεις που δίναμε στους ασθενείς πριν δέκα χρόνια. Και δεν συζητώ για πριν το 2000. Για όσα βλέπεις και επεξεργάζεσαι και για τη θεραπεία που ακολουθεί». Μάλιστα το τμήμα θα μπορούσε να αναπτυχθεί περισσότερο, αλλά χρειάζεται χρηματοδότηση.
Οπως μας εξηγεί, ένα νοσοκομείο μπορεί να αναπτύσσεται σε κάποιους τομείς αιχμής, μεταμοσχεύσεις και ρομποτικές επεμβάσεις, για παράδειγμα, όμως θα πρέπει να έχει επαρκείς υποδομές για να υποστηριχθούν οι εξελιγμένες ιατρικές. Ολες οι μονάδες πρέπει να ενισχύονται, γιατί όλες είναι συνδεδεμένες με τις κλινικές.
Αυτό δεν το σέβονται όλοι, σχολιάζει. Πολλοί κοιτάνε μόνο το τμήμα τους και τα κρεβάτια τους, ενώ και οι διοικούντες σε πολλές περιπτώσεις απλά δέχονται καταγραφές από τα διάφορα τμήματα,- «αυτή είναι η άμυνά τους», λέει χαρακτηριστικά- χωρίς να γνωρίζουν τι διοικούν. Αναγνωρίζει πάντως καλή διάθεση και δεκτικότητα στον αν. διοικητή Δ. Μπάκο. Στον οποίο συνέστησε, με το θάρρος των δέκα χρόνων διαφοράς ηλικίας, να κυκλοφορεί στους χώρους του νοσοκομείου.
ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ
Ψηθήκαμε αρκετά στους ατμούς του παρόντος. Πάμε στο έτος 1977, όταν η Μαρία Μελαχροινού, ένα κορίτσι από τη Νέα Ιωνία Αθηνών, προσφυγικό προάστιο, κόρη ενός φιλότιμου λογιστή, απόφοιτος δημοσίου σχολείου, με κατοικία στη γειτονιά του Περισσού και των σημερινών γραφείων του ΚΚΕ, πετυχαίνει στη νεοσύστατη Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών. Και έρχεται να σπουδάσει σε μια Πάτρα πολύ διαφορετική από τη σημερινή, και να ζήσει μια φοιτητική ζωή πολύ διαφορετική σε σχέση με τη σημερινή, επίσης.
Πώς της φάνηκε η Πάτρα του 1977; Οπως θα φαινόταν σε ένα νέο άνθρωπο που μόλις ανοίγει τα φτερά του προς την περιοχή των ονείρων του. «Οταν είδα ότι πέρασα, ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου». Η οικογένεια ούτε που σκέφτηκε το κόστος των σπουδών σε μια άλλη πόλη. «Μου το πρόσφερε ο άνθρωπος απλόχερα» λέει για τον πατέρα της τρυφερά, με μια απόχρωση ευγνωμοσύνης στη φωνή. «Ηρθαμε εδώ μόνοι μας, μείναμε μόνοι μας, στηριχθήκαμε μόνοι μας», αφηγείται για τις πρώτες μέρες. «Δεν είχαμε άνθρωπο να μας τακτοποιεί και να μας φροντίζει. Και τα καταφέραμε».
Για τον φοιτητή της δεκαετίας του ’70, η επικοινωνία είναι πρωτόγονη, για τα σημερινά μέτρα. Δεν υπάρχει κινητό τηλέφωνο, φυσικά, αλλά δεν υπάρχει ούτε και αστικό. «Τηλεφωνούσαμε στους δικούς μας μέρα παρά μέρα για να αναφέρουμε πως είμαστε καλά, περιμένοντας στην ουρά, στο περίπτερο ή στον ΟΤΕ. Και η οδική σύνδεση με την Αθήνα, κρατούσε τρεισήμισι ώρες, με το υπεραστικό. «Κατεβαίναμε με τα τάπερ μας και συμπληρώναμε με κουπόνια, ένα υποτυπώδες βοήθημα. Αλλά τρώγαμε μια χαρά».
Από διασκέδαση; «Ξέραμε ότι έτσι και βγούμε έξω, θα βρεθούμε με τους γνωστούς. Διασκεδάζαμε σε κανένα σινεμά, στην Πιπία -στην Ομόνοια-, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα για να πάμε μακριά. Πηγαίναμε και στην ταβέρνα στο τέρμα της Αράτου – τον Αλέξη του Βλατερού, στην παλιά πόλη, σε διάφορα κουτούκια».
Από μπαρ; Χλομό. Ισα που άνοιξε τότε η «Τρελλή Ροδιά», αλλά η φοιτητοπαρέα εκείνης της εποχής δεν είχε εξοικείωση με σκληρά αλκοολούχα και τέτοιας μορφής διασκέδαση. Η νεολαία κατέφευγε στην πλατεία Ολγας, στην Τριών Ναυάρχων, στα σουβλατζίδικα της Ομόνοιας, στον Καραβίτη, στον Βοσινάκη, στους λουκουμάδες απέναντι στον Φάκαλο, στον Πελεκάνο και στα «Καλαμαράκια», που ήταν τότε το φυσικό όριο «του πολιτισμού» στην παραλιακή. Το Ρίο; Τραβηγμένο.
Αναμνήσεις από καθηγητές; Η ίδια δεν είχε έρθει κοντά σε κάποιον πριν το 5ο έτος, όπου η ομάδα της ήρθε σε επαφή με τους νεότερους διδάσκοντες, όπως ο Σταυρόπουλος και ο Τζωρακολευθεράκης. Αναγνωρίζει ότι ο Διονύσης Μπονίκος ήταν ένας πανεπιστημιακός που ξεχώριζε. «Πολλοί αγάπησαν και τον Γιάννη Βαράκη, που δεν είναι κοντά μας. Είχαμε ξεχωρίσει και τον κ. Βαγενάκη». Είχε συσταθεί και χορωδία φοιτητών. Και απόλαυσαν και εκδρομές στα τελευταία έτη.
Αραγε η σχολή την εκπαίδευσε επαρκώς; «Αυτό σκεφτόμουν. Δεν αισθάνθηκα ποτέ μειονεκτικά που δεν σπούδασα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Είμαστε καλοί φοιτητές, παρακολουθούσαμε. Δεν υπήρχαν βιβλία, κρατούσαμε πολύ καλές σημειώσεις. Δεν είχαμε κενά, διαβάζαμε αρκετά. Οχι πως δεν χαρήκαμε τη ζωή μας. Ολα πήγαν καλά».
Συμφοιτητές της που διέπρεψαν; Θυμάται αυθόρμητα τον Πολυμερόπουλο, που διακρίθηκε στην έρευνα στο εξωτερικό, και τον Πλατανιά, διευθυντής σε αιματολογικό- ογκολογικό τμήμα στο Σικάγο. Γενικά όλη η φουρνιά εξελίχθηκε. Η ίδια λέει ταπεινά πως δεν περίμενε ότι θα εξελισσόταν τόσο ώστε να γίνει καθηγήτρια πανεπιστημίου. «Βοηθούν και οι συγκυρίες τους ανθρώπους»
«Οι γονείς σας, σας καμάρωσαν»;
«Ναι, ναι. Ο μπαμπάς μου, έφυγε νωρίς, πριν 30 χρόνια. Είσαι το κεφάλαιό μας, μου έλεγε».